- ουδετερωσε
- οὐδετέρωσεοὐδ-ετέρωσεadv. тж. раздельно ни в одну (из обеих) сторону, ни туда, ни сюда
(προκυλίνδεσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(προκυλίνδεσθαι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουδετέρωσε — οὐδετέρωσε (Α) επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδετέρω σε)] … Dictionary of Greek
οὐδετέρωσε — to neither of two sides indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)